υπεκτίθεμαι

υπεκτίθεμαι
και σπάν. ενεργ. τ. ὑπεκτίθημι Α [ἐκτίθεμαι]
1. (για πρόσ. ή πράγμ.) μεταφέρω σε ασφαλή τόπο, φυγαδεύω, απομακρύνω από κίνδυνο (α. «ἔστ' ἂν τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται», Ηρόδ.
β. «ἔλεγεν ὡς ὑπεκτίθοιτο ἤδη τὰ χρήματα», Ξεν.)
2. βάζω κάτι σε αποθήκη με σκοπό να τό ξαναβγάλω
3. γεννώ
4. ενεργ. (σχετικά με νεογέννητο) εγκαταλείπω έκθετο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπεκτεθειμένων — ὑπεκτίθεμαι bring perf part mp fem gen pl ὑπεκτίθεμαι bring perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεκθεμένου — ὑπεκτίθεμαι bring aor part mid masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεκθεμένους — ὑπεκτίθεμαι bring aor part mid masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεκθεῖναι — ὑπεκτίθεμαι bring aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεκθέμενοι — ὑπεκτίθεμαι bring aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεκθέμην — ὑπεκτίθεμαι bring aor ind mid 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεκθέσθαι — ὑπεκτίθεμαι bring aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεκτεθῆναι — ὑπεκτίθεμαι bring aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεκτεθέντας — ὑπεκτίθεμαι bring aor part pass masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεκτιθεμένῳ — ὑπεκτίθεμαι bring pres part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”